- επιφέρω
- επιφέρω, επέφερα βλ. πίν. 217
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἐπιφέρω — bring pres subj act 1st sg ἐπιφέρω bring pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… … Dictionary of Greek
επιφέρω — επέφερα, μτβ. 1. φέρνω ως επακόλουθο ή ως αποτέλεσμα, προξενώ, προκαλώ: Οι χαμηλοί μισθοί επέφεραν τις απεργίες. 2. αναφέρω συμπληρωματικά, προσθέτω ως επίλογο: Θα επιφέρω στοιχεία που ενισχύουν την άποψή μου. 3. μεταβάλλω, αλλοιώνω, μεταρρυθμίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπενηνεγμένα — ἐπιφέρω bring perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐπενηνεγμένᾱ , ἐπιφέρω bring perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐπενηνεγμένᾱ , ἐπιφέρω bring perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφέρεσθε — ἐπιφέρω bring pres imperat mp 2nd pl ἐπιφέρω bring pres ind mp 2nd pl ἐπιφέρω bring imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφέρετε — ἐπιφέρω bring pres imperat act 2nd pl ἐπιφέρω bring pres ind act 2nd pl ἐπιφέρω bring imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφέρῃ — ἐπιφέρω bring pres subj mp 2nd sg ἐπιφέρω bring pres ind mp 2nd sg ἐπιφέρω bring pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπενεγκάντων — ἐπιφέρω bring aor part act masc/neut gen pl ἐπιφέρω bring aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπενεγκόν — ἐπιφέρω bring aor part act masc voc sg ἐπιφέρω bring aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπενεγκόντα — ἐπιφέρω bring aor part act neut nom/voc/acc pl ἐπιφέρω bring aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)